παραστρατημένος

παραστρατημένος
-η, -ο βλ. παραστρατίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παραστρατημένος — η, ο αυτός που ζει έκλυτη ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαλαλίζω — 1. δυσφημώ πολύ 2. (η μτχ. αρσ. ως ουσ.) διαλαλισμένος κακόφημος, πομπεμένος, παραστρατημένος 3. (η μτχ. θηλ. ως ουσ.) διαλαλισμένη ανήθικη, πόρνη …   Dictionary of Greek

  • παραστρατίζω — και παραστρατώ και παραστρατάω 1. (μτβ.) εκτρέπω κάποιον από τον ευθύ δρόμο, τον κάνω να βγει από τη στράτα του («το σκοτάδι μάς παραστράτισε») 2. (αμτβ.) (κυρίως στον τ. παραστρατώ) παρεκκλίνω, εκτρέπομαι από τον ίσιο δρόμο, παρεκτρέπομαι,… …   Dictionary of Greek

  • παραστρατώ — παραστρατώ, παραστράτησα, παραστρατημένος βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παραστρατώ — παραστράτησα, παραστρατημένος, παίρνω τον κακό δρόμο. Η μετοχή παραστρατημένη, η γυναίκα που ζει έκλυτη ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”